- φραδατήρ
- φρᾰδ-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ,A notary, IG14.211, 212 ([place name] Acrae).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φραδατήρ — ῆρος, ὁ, Α γραμματέας, συμβολαιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραδάω «βουλεύομαι» + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek